- οιδιποδισμός
- ο(ψυχιατρ.) η εκούσια εξόρυξη τού ενός ή και τών δύο οφθαλμών για αυτοακρωτηριασμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. edipisme (< Οιδίπους*). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.